Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ὑψηλή, ἡ


Ερμηνεία:

[ὑψηλός, -ή, -όν ] ο ψηλός, αυτός που έχει ύψος] 



Ετυμολογία:

[<(Όμηρ.)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 … και η σκιά του, μακρά, ψηλή, λιγνή..[Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: